ἔσθουσαν

ἔσθουσαν
ἔσθω
eat
pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • έσθω — ἔσθω (ποιητ. τ. τού ἐσθίω) (Α) 1. τρώγω 2. (για ζώα) καταβροχθίζω ή τρέφομαι από κάπου 3. καταναλώνω οικονομικά, καταξοδεύω 4. (στην ΠΔ για το αίμα) αντί τού ρ. πίνω («τὴν ψυχὴν τὴν ἔσθουσαν τὸ αἷμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εσθίω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”